Τάκης Καλογερόπουλος

Τάκης Καλογερόπουλος, ο «σαμποτέρ του ταχυδρομείου»

Ο αμυντικός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναθηναϊκού Τάκης Καλογερόπουλος ήταν μέλος αντιστασιακών οργανώσεων. Συμμετείχε ενεργά σε σαμποτάζ κατά των Γερμανών και γρήγορα επικηρύχθηκε. Διέφυγε στα βουνά αλλά τελικά συνελήφθη και εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Ας τα πιάσουμε, όμως, από την αρχή…

Ο Τ. Καλογερόπουλος και πέντε φίλοι του προσλαμβάνονται, μετά την άφιξη των Γερμανών στην Αθήνα, στο Γερμανικό Στρατιωτικό Ταχυδρομείο, που βρισκόταν στην πλατεία Κλαυθμώνος. «Εκεί έδρασε τόσον εθνικώς, ώστε επροκάλεσεν τον θαυμασμόν όλων διά το θάρρος και την τόλμην του», γράφει αθλητική εφημερίδα, λίγους μήνες μετά το τέλος της Κατοχής.

Ο αθλητής του «Συλλόγου του Μεγάλου» ήταν μέλος μίας αντιστασιακής οργάνωσης με πολύ συγκεκριμένο στόχο: σαμποτάζ κατά… του ηθικού των Γερμανών! Σε καθημερινή βάση, όταν στις 14:00 έφευγε η φρουρά του ταχυδρομείου, ο Καλογερόπουλος με την παρέα του άνοιγαν τα δωμάτια με αντικλείδια και κατέστρεφαν έγγραφα, γράμματα, δέματα που έστελναν και λάμβαναν οι στρατιώτες των κατοχικών δυνάμεων. «Χιλιάδες δεμάτων και επιστολών εξηφανίζοντο και οι γερμανοί στρατιώται δεν ελάμβαναν από το σπίτι των», διαβάζουμε για τη δράση τους. «Τί σημαίνει αυτό για την ψυχολογίαν ενός στρατού και την μαχητικότητά του, αντιλαμβάνεται τις», σημειώνει για το «σαμποτάζ του ταχυδρομείου» η «Αθλητική Ηχώ» το 1946.

Μία ημέρα, όμως, η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους. Μετά την αλλαγή φρουράς ένας Γερμανός σκοπός είχε μείνει μέσα στο ταχυδρομείο για να ξυριστεί και η παρέα του Καλογερόπουλου δεν τον πήρε είδηση. Έτσι, όταν οι σαμποτέρ ξεκλείδωσαν την πόρτα του δωματίου για να καταστρέψουν έγγραφα, έπεσαν πάνω στον φύλακα. Αυτός αμέσως κατάλαβε τί συμβαίνει και ξεκίνησε το ανθρωποκυνηγητό. Ο Γερμανός πυροβολούσε, ενώ οι σαμποτέρ εκτόξευσαν χειροβομβίδες και τελικώς διέφυγαν.

«Έκτοτε ξεκίνησε άγριο κυνηγητό των Γερμανών για να πιάσουν τον Καλογερόπουλο, αρχηγό της παρέας».

Για να μην πέσει στα χέρια των κατακτητών, ο Καλογερόπουλος διαφεύγει στα βουνά. «Ως αντάρτης πια στην Πάρνηθα, ανέπνεε τον αέρα της ελευθερίας».

Το σώμα όμως του Καλογερόπουλου δεν αντέχει τις κακουχίες και το εξουθενωτικό κρύο του βουνού, και αρρωσταίνει. Έτσι αναγκάζεται να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, όπου και αναρρώνει. Στην Αθήνα… «το θάρρος του είχε γίνει πια θράσος. Δεν λογάριαζε καθόλου τους γερμανούς, οι οποίοι εν τω μεταξύ τον εδίκασαν στο Στρατοδικείο ερήμην εις θάνατον».

Παρά το γεγονός πως ήταν επικηρυγμένος, ο Καλογερόπουλος, χωρίς τον παραμικρό φόβο, εμφανίζεται στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Σε ματς του Τριφυλλιού με τον Ολυμπιακό, μάλιστα, κατεβαίνει στα αποδυτήρια και ζητάει να αγωνιστεί! Παγώνουν οι ποδοσφαιριστές. «Τους έπιασε κρύος ιδρώτας. Όλοι θα πήγαιναν χαμένοι. Είδαν και έπαθαν να τον μεταπείσουν».

Για ένα διάστημα επέστρεψε στα βουνά, όμως αρρώστησε και πάλι και ξαναγύρισε στην Αθήνα.

«Μ’ ένα ταγάρι στον ώμο και μαύρα γυαλιά ήταν τακτικός στο γήπεδο του Παναθηναϊκού». Τί είχε το ταγάρι μέσα; Την απάντηση τη δίνει ο συμπαίκτης του στον Παναθηναϊκό Γιάννης Παπαντωνίου, που θυμάται τον Τάκη τον Καλογερόπουλο: «Όλοι ξέραμε πώς τον καταζητούσαν. Ανήκε σε αντιστασιακές οργανώσεις και έμενε στα βουνά. Πού και πού κατέβαινε στην Αθήνα. Μία μέρα έπαιζαν στο γήπεδό μας Γερμανοί στρατιώτες με Ιταλούς. Βρισκόμουν στις κερκίδες με τον αδελφό μου και χαζεύαμε τον αγώνα. Σε κάποια φάση βλέπουμε τον Καλογερόπουλο να πλησιάζει. Ήρθε και έκατσε δίπλα μας… “Ρε Τάκη”, του λέω. “Αν σε πιάσουν, θα σε εκτελέσουν επιτόπου”. “Δεν με πιάνει κανένας εμένα ”, μου λέει χαμογελαστός και μου δείχνει το ταγάρι που κρατούσε. Είχε μέσα ένα αυτόματο!».

Το ρίσκο, πάντως, δεν λειτούργησε προς όφελος του ηρωικού αθλητή, αφού τελικά η Γκεστάπο τον εντόπισε, τον συνέλαβε στις 6 Ιουνίου του 1944 και επρόκειτο να τον εκτελέσει.

 Η «Αθλητική Ηχώ» κατέγραψε μερικές λεπτομέρειες σχετικά με τη σύλληψή του, επικαλούμενη ως πηγή τις αφηγήσεις του ίδιου του Καλογερόπουλου. Πήγαινε να επισκεφτεί την αδελφή του Παναγιώτα στο Ψυχικό, όταν «ευρέθη αντιμέτωπος Γερμανών και Ελλήνων με πολιτικά ρούχα», οι οποίοι «τον εκάλεσαν να σταθή. Ετράπη σε φυγήν και πυροβολούμενος κατέφυγεν εις ένα υπόγειον, όπου και συνελήφθη, άοπλος. Της συλλήψεώς του προηγήθησαν πυροβολισμοί Γερμανών και χωροφυλάκων…». Σε εκείνη τη συμπλοκή, πριν από τη σύλληψή του, πυροβολήθηκε θανάσιμα ένας χωροφύλακας, ονόματι Αγγελικόπουλος.

Μετά τη σύλληψή του, ο Καλογερόπουλος μεταφέρθηκε στα «υπόγεια του μαρτυρίου» της οδού Μέρλιν και υπέστη βασανιστήρια. Από εκεί μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου για να εκτελεστεί. Συνέπεσε, όμως, χρονικά με μία περίοδο που οι Γερμανοί είχαν μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια. Έτσι, γλίτωσε τον θάνατο και απεστάλη μαζί με άλλους μελλοθανάτους στη Γερμανία για καταναγκαστικά έργα.