Κοίταξε τον φαληρικό ουρανό και στο νου του ήρθε το Μεξικό. Το 1968, ακόμα και μια όγδοη ολυμπιακή νίκη θεωρείτο για την Ελλάδα τεράστιο κατόρθωμα. Για το 28χρονο παλικάρι από τα Τρίκαλα ,όμως, η τέταρτη θέση ήταν αποτυχία… Σφίγγει με αποφασιστικότητα το μαύρο του κοντάρι, που είχε αγοράσει ένα χρόνο πριν στη Γερμανία. Φυσάει αεράκι. Περιμένει… Οι φίλαθλοι στο στάδιο αγγίζουν τις δέκα χιλιάδες. Δεν ακούγεται τίποτα, όλοι περιμένουν να ξεκινήσει. Όλοι πιστεύουν πως μπορεί. Και πιο πολύ εκείνος. Το βλέμμα του στράφηκε στο μεγάλο στόχο, τα 547 εκατοστά. «Τώρα είναι η μεγάλη ώρα», σκέφτηκε, και από το μυαλό του πέρασε η στιγμή εκείνη, το 1960, που αποφάσισε να έρθει στη μεγάλη πόλη και να γραφτεί στον σύλλογο τον μεγάλο, τον Παναθηναϊκό, παρέα με τον παλιό δεκαθλητή του Τριφυλλιού Γιώργο Κάβουρα και τον προπονητή Μιχάλη Μητροφάνη. Ήταν το μεγάλο βήμα της καριέρας του και μία νέα αρχή για το αμούστακο 18χρονο αγόρι με το περίσσιο ταλέντο. Φοράει σκούρα μπλε φανέλα με το Νο78 και λευκό σορτσάκι. Αυτή τη φορά δεν επέλεξε την πράσινη φανέλα με το μεγάλο λευκό τριφύλλι. Το τριφύλλι όμως το έχει πάντα μέσα του…
Το ρολόι γράφει 5.49…Το αγώνισμα του δίσκου που γινόταν την ίδια στιγμή σταματάει για το Χρήστο. Όλοι θέλουν να τον δουν. Ξεκινάει… Στην αρχή φαίνεται να χάνει το βηματισμό, αλλά στην πορεία όλο και αυξάνει την ταχύτητα του. Βυθίζει το κοντάρι του στην τάφρο και με άψογη τεχνική λυγίζει το σώμα του περνώντας τον πήχη. Ο πήχης μένει στη θέση του. Αυτό ήταν. Ήταν πλέον παγκόσμιος ρέκορντμαν! Το Στάδιο Καραϊσκάκη, που με πρόταση του «πατριάρχη» του Παναθηναϊκού και τότε προέδρου της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, Απόστολου Νικολαΐδη, έγινε από αμιγώς ποδοσφαιρικό γήπεδο ένα σύγχρονο στάδιο με χωρητικότητα άνω των 40.000 θεατών, ζούσε τη μία από τις δύο μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του.
Η δεύτερη θα έρθει 14 μήνες μετά και θα έχει και αυτή ως κοινό παρονομαστή τον Παναθηναϊκό, το «σύλλογο των Πρωταθλητών», την «πεμπτουσία του ελληνικού αθλητισμού» όπως είχε παραδεχθεί το 1963 ο πρόεδρος και ιστορικός ηγέτης του Ολυμπιακού, Γιώργος Ανδριανόπουλος. Ήταν ο τελικός του Διηπειρωτικού Κυπέλλου μεταξύ του Παναθηναϊκού και της Νάσιοναλ Μοντεβιδέο. H πρώτη και η μοναδική φορά στα χρονικά που ένας ελληνικός ποδοσφαιρικός σύλλογος θα εκπροσωπούσε, όχι μόνο τη χώρα του, αλλά και μία ολόκληρη ήπειρο… Και η δεύτερη συνάμα φορά που το στάδιο θα απολάμβανε μία εθνική πρωτιά παγκοσμίου χαρακτήρα. Από ποιόν άλλον… Ας γυρίσουμε όμως στο μεγάλο ρεκόρ του Παπανικολάου.
«ΤΙΝΑΧΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΣΑΝ ΠΥΡΑΥΛΟΣ», έγραψε η Αθλητική Ηχώ δύο ημέρες μετά, στις 26 Οκτωβρίου 1970. Το τί ακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι φίλαθλοι που βρίσκονταν στο στάδιο παραληρούσαν. Ένας από αυτούς θα πλησιάσει τον Παπανικολάου, θα βγάλει το χρυσό δακτυλίδι που φορούσε και θα του το χαρίσει. Ο Τρικαλινός αθλητής ματαίως θα έψαχνε να τον βρει για να του το επιστρέψει… Ξαφνικά, στους φωτεινούς πίνακες που αναγράφονται οι επιδόσεις εμφανίζεται το 5.49. Όλοι νομίζουν πως πρόκειται για τη νέα προσπάθεια του αθλητή. Τελικά έγινε εκ νέου μέτρηση και ο πήχης μετρήθηκε στα 5.49 και όχι στα 5.47 που ήταν η προσπάθεια. Νέος πανζουρλισμός! Το 5.46 του μεγάλου αντιπάλου του Παπανικολάου, ανατολικογερμανού Νόρντβιγκ, είχε συντριβεί πλέον. Τις επόμενες ημέρες όλος ο κόσμος θα μιλάει για το ρεκόρ, ενώ στα γραφεία του Παναθηναϊκού θα φτάνουν σωρηδόν συγχαρητήριες επιστολές για τον αθλητή-καμάρι του συλλόγου. Ο Παπανικολάου προσπάθησε αργότερα και στο 5.54, και οι τρεις του όμως προσπάθειες ήταν αποτυχημένες, αν και η τρίτη ήταν εξαιρετική και για λίγο έριξε τον πήχη.
Για να καταλάβουμε σήμερα πόσο μεγάλο επίτευγμα ήταν για τα δεδομένα της εποχής το παγκόσμιο ρεκόρ του Παπανικολάου, αξίζει να αναφέρουμε πως ποτέ άλλοτε δεν σημειώθηκε παγκόσμιο ρεκόρ από έλληνα άνδρα σε επίσημο αγώνισμα του στίβου. Το δε ρεκόρ έσπασε στις 8 Απριλίου 1972 ο Σουηδός Κίελ Ίσακσον, με 5.51. Κράτησε δηλαδή κοντά 1,5 χρόνο. Στην Ελλάδα, μόλις το 1992 κατερρίφθη από έναν άλλον Χρήστο, τον Παλλάκη, επίσης αθλητή του Παναθηναϊκού. Σύμπτωση: ο Παλλάκης είχε ζητήσει τον πήχη στα 5.50. Τον πέρασε. Το άλμα του αργότερα μετρήθηκε κι αυτό δύο πόντους παραπάνω, στα 5.52! Ο δε Παπανικολάου δεν χρειάστηκε καμία εξωγενή βοήθεια για να πετύχει αυτό το ρεκόρ. Ήταν 100% ερασιτέχνης, χωρίς χορηγούς και χωρίς απαγορευμένες ουσίες. Ντοπαριζόταν μόνο με μέλι και νερό, ίσως και καμιά φορά με την Παναθηναϊκή Ιδέα, την οποία λάτρευε και λατρεύει τόσο, που το 1977, σε ηλικία 36 χρονών κι ενώ είχε ήδη αποχωρήσει από τον αθλητισμό, πείστηκε από τον Αντώνη Μαντζεβελάκη να πηδήξει στο πανελλήνιο πρωτάθλημα για να δώσει πολύτιμους βαθμούς στον ΠΑΟ.
Αποτέλεσμα: Αγωνίστηκε, κέρδισε σχεδόν απροπόνητος το χρυσό μετάλλιο και χάρις σ’ αυτόν ο Παναθηναϊκός αναδείχθηκε Πρωταθλητής Ελλάδας με μόλις τρεις βαθμούς διαφορά (59 έναντι 56 του Ηρακλή Θεσσαλονίκης). Ο Χρήστος Παπανικολάου θα ήταν και αργυρός Ολυμπιονίκης το 1968 στο Μεξικό, αν ο δεύτερος Σιπρόφσκι και ο τρίτος Νόρντβιγκ, Δυτικογερμανός και Ανατολικογερμανός αντίστοιχα, δε βρίσκονταν να έχουν κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών όπως αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα στα αρχεία της Στάζι. Δευτεραθλητής Ευρώπης το 1966, χρυσός Μεσογειονίκης το 1967 και το 1971, οκτώ φορές πρώτος σε Βαλκανικούς Αγώνες και 13 φορές Πρωταθλητής Ελλάδας, 12 στο άλμα επί κοντώ και μία στο δέκαθλο, το 1967. Στο δέκαθλο κατείχε και το πανελλήνιο ρεκόρ. Ανακηρύχθηκε αθλητής της χρονιάς το 1965, το 1966, το 1967, το 1968 και το 1970.
Ο Παναθηναϊκός μας, ο σύλλογος με τους αμέτρητους ομαδικούς τίτλους σε όλα τα σπορ, ο μεγαλύτερος ελληνικός σύλλογος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αποτελεί διαχρονική σχολή στο πολύ δύσκολο και τεχνικό άθλημα του επί κοντώ. Και έχει και ένα ίσως ακατάρριπτο ρεκόρ: Οι αθλητές του έχουν κατά καιρούς πετύχει 41 πανελλήνιες νίκες στο αγώνισμα αυτό. Κανένας σύλλογος, σε κανένα αγώνισμα του κλασικού αθλητισμού δεν έχει πετύχει κάτι παρόμοιο.