Στη μακρόχρονη ιστορία του Πράσινου Αυτοκράτορα ξεχώρισαν 41 επιθετικοί παίκτες μέσα από τη σωρεία των ποδοσφαιριστών που είχαν την τιμή να φορέσουν την ένδοξη φανέλα με το Τριφύλλι. Αυτούς τους γίγαντες του ποδοσφαίρου μας παρουσιάζουμε παρακάτω με χρονολογική σειρά.
Η προπολεμική περίοδος
Στα χρόνια ανάμεσα στη δημιουργία του Παναθηναϊκού και στην κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ξεχώρισαν 10 παίκτες που έδωσαν ιδιαίτερο χρώμα στην πράσινη επίθεση και πρόσφεραν αμέτρητες νίκες στον σύλλογο. Ορισμένοι έπαιξαν ελάχιστα, αφού δεν το επέτρεπε το σύστημα με το οποίο διεξάγονταν εκείνα τα «αρχαία» πρωταθλήματα, όλοι όμως είχαν τεράστια συμβολή στην καθιέρωση του πράσινου συλλόγου σαν κορυφαίου στην Ελλάδα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν χρονολογικά το ταξίδι μας στο παρελθόν.
Οι πρώτοι μεγάλοι επιθετικοί παίκτες στην ιστορία του Παναθηναϊκού ήταν ο ιδρυτής του, ο Γιώργος Καλαφάτης, και ένας από τους συνιδρυτές και στενούς φίλους του «πατέρα» όλων των Παναθηναϊκών, ο Γιάννης Σταυρόπουλος. Ο Καλαφάτης γεννήθηκε το 1890 στα Εξάρχεια και αγωνίστηκε οκτώ χρόνια στην ομάδα που δημιούργησε, από το 1908 μέχρι το 1916. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε σε πόσους αγώνες πρωταθλήματος πήρε μέρος (εξακριβωμένες είναι μόλις δύο συμμετοχές!), ξέρουμε όμως ότι κατέκτησε 3 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1909, 1911 και 1916) με τον σύλλογό του. Επίσης, έγινε μία φορά διεθνής σε επίσημο αγώνα και τέσσερις σε ανεπίσημους.
Για τον Γιάννη Σταυρόπουλο έχουν διασωθεί ελάχιστα στοιχεία. Από όσα γνωρίζουμε ήταν ένας από τους καλύτερους επιθετικούς της εποχής και μαζί με τον Καλαφάτη έδωσε στον Παναθηναϊκό την πρώτη λάμψη του, παίζοντας στην πράσινη επίθεση μαζί με τον ιδρυτή του ιστορικότερου συλλόγου της χώρας από το 1908 μέχρι το 1916. Κατέκτησε επίσης τους τρεις πρώτους τίτλους του Τριφυλλιού (1909, 1911 και 1916), ενώ έγινε διεθνής τρεις φορές σε ανεπίσημους αγώνες της εθνικής μας ομάδας (1919).
Ακολούθησε ο μέγιστος Άγγελος Μεσσάρης. Ο κορυφαίος παίκτης του ελληνικού ποδοσφαίρου (πολλοί τον θεωρούν ανώτερο και αυτού ακόμα του «στρατηγού» Μίμη Δομάζου) γεννήθηκε το 1910 και αγωνίστηκε μόλις μια τριετία στον Παναθηναϊκό, κατάφερε όμως μέσα σε αυτό το ελάχιστο διάστημα να κάνει το όνομά του θρύλο που διαρκεί μέχρι τις ημέρες μας. Δεν υπάρχει κανένας που να μην έχει ακούσει το τραγουδάκι «Εβάλαμε 8 στον Ολυμπιακό κι άλλα 4 στον Άρη, γεια σου Άγγελε Μεσσάρη». Ο έφηβος ακόμα αρχηγός του Τριφυλλιού αγωνίστηκε μόλις 8 φορές στο πανελλήνιο και 23 στο αθηναϊκό πρωτάθλημα μεταξύ 1929-31, έγινε 4 φορές διεθνής και πέτυχε συνολικά 41 γκολ σε 35 επίσημα παιχνίδια. Επίσης, ήταν βασικός συντελεστής του αξέχαστου 8-2 επί του Ολυμπιακού, όπου σημείωσε δύο γκολ.
Ο επόμενος μεγάλος πράσινος επιθετικός ήταν ο αξέχαστος «σιδηρόδρομος» Αντώνης Μηγιάκης που γεννήθηκε το 1911. Ρέκορντμαν συμμετοχών στην προπολεμική εθνική μας ομάδα (17 ματς), αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό από το 1929 μέχρι το 1941, πήρε μέρος σε 165 επίσημους αγώνες (Πρωτάθλημα Ελλάδας, Αθήνας, Κύπελλο και εθνική ομάδα) και πέτυχε συνολικά 58 γκολ. Μαζί με τον Μήτσο Μπαλτάση αποτέλεσαν ένα φοβερό φονικό όπλο για όλους τους αντιπάλους του Τριφυλλιού και δημιούργησαν την υπερομάδα της δεκαετίας του 1930. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εφημερίδες της εποχής τον αποκαλούσαν «τρόμο και πανικό των αντιπάλων τερματοφυλάκων». Αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος, είναι βέβαιο ότι ο Μηγιάκης θα δημιουργούσε ακατάρριπτα ρεκόρ ακόμα και για τη σημερινή εποχή.
Ύστερα εμφανίστηκε ένας πολύ μεγάλος σκόρερ, ο περίφημος Μήτσος Μπαλτάσης. Αδελφός του εξαιρετικού αμυντικού Κώστα Μπαλτάση, ο νεαρός Μήτσος (γεννήθηκε το 1913) φόρεσε μόλις 16 ετών την πράσινη φανέλα, την τίμησε επί 12 ολόκληρα χρόνια (1929-41) και ήταν ο πιο επικίνδυνος επιθετικός της προπολεμικής εποχής. Πανέξυπνος και ατρόμητος, έβαζε τα πόδια του στη φωτιά (τραυματίστηκε βαρύτατα πολλές φορές) και πετύχαινε γκολ με πρωτοφανή άνεση. Πήρε μέρος σε 143 επίσημους αγώνες και κατάφερε να παραβιάσει τις αντίπαλες εστίες 110 φορές! Κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους σκόρερ όχι μόνο της προπολεμικής εποχής, αλλά και της σύγχρονης. Αν γίνονταν τότε 30 ή 34 αγώνες Πρωταθλήματος, όπως σήμερα, ο Μπαλτάσης θα ξεπερνούσε τις 350 συμμετοχές και θα πετύχαινε, αναλογικά, περισσότερα γκολ από τον Θωμά Μαύρο που έχει 261 στο ενεργητικό του.
Ένας ακόμα σπουδαίος επιθετικός ήταν ο Μίμης Πιερράκος, ο αλησμόνητος «μπρακ» των πράσινων φιλάθλων. Γεννήθηκε το 1906 και έπαιξε στον Παναθηναϊκό από το 1926 μέχρι το 1933, εγκατέλειψε δηλαδή το ποδόσφαιρο σε ηλικία μόλις 27 ετών. Στο διάστημα αυτό πήρε μέρος σε 32 επίσημους αγώνες (Πρωτάθλημα Αθήνας και Ελλάδας) όπου πέτυχε 43 γκολ, ενώ έγινε τέσσερις φορές διεθνής. Μαζί με τους τρεις προηγούμενους ήταν και αυτός μέλος της τρομερής ομάδας που συνέτριψε τον Ολυμπιακό με το θρυλικό 8-2 και πήρε αήττητη το Πρωτάθλημα Ελλάδας του 1930. Δυστυχώς, ο Πιερράκος σκοτώθηκε στα βουνά της Αλβανίας σε ηλικία 35 ετών, μαχόμενος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Ο φοβερότερος βομβαρδιστής όλων των εποχών στο ελληνικό ποδόσφαιρο (όπως λένε όσοι τον είδαν αγωνιζόμενο, διέθετε ισχυρότερο σουτ ακόμα και από τον μεγάλο κανονιέρη Ανδρέα Παπαεμμανουήλ), ο Αντώνης Τσολίνας, ήρθε στον Παναθηναϊκό από τον Εθνικό το 1928 και αγωνίστηκε με την πράσινη φανέλα πέντε χρόνια. Πήρε μέρος σε 22 παιχνίδια Πρωταθλήματος Ελλάδας και Αθήνας, έγινε τρεις φορές διεθνής και σημείωσε 30 γκολ με τις φοβερές βολίδες του που τρομοκρατούσαν όλους τους τερματοφύλακες. Για καλή τύχη του Ολυμπιακού, δεν μετείχε στο περίφημο 8-2. Διαφορετικά το σκορ σε αυτό τον αγώνα θα είχε φτάσει σε διψήφιο αριθμό!
Ρέκορντμαν από πλευράς αγωνιστικής διάρκειας, ο θρυλικός «γιατρός» Αδαμάντιος (Τάκης) Τριανταφύλλης, που γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1911, έπαιξε στον Παναθηναϊκό από το 1931 μέχρι το 1946 (δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια) και πήρε μέρος σε 149 αγώνες Πρωταθλήματος Αθήνας, Ελλάδας, Κυπέλλου και της εθνικής μας ομάδας, όπου πέτυχε συνολικά 74 τέρματα. Εξαιρετικός σουτέρ και με τα δύο πόδια, διέθετε επίσης ισχυρότατη κεφαλιά και τα γκολ έπεφταν σαν βροχή στα αντίπαλα δίχτυα. Λόγω του πολέμου και της Κατοχής, ο περίφημος αυτός επιθετικός παίκτης έχασε την ευκαιρία να περάσει ανάμεσα στους δέκα κορυφαίους όλων των εποχών από πλευράς συμμετοχών και γκολ.
Ο Οδυσσέας Τσούτσος υπήρξε επίσης θύμα του πολέμου και της Κατοχής. Γεννημένος το 1918, πρωτοεμφανίστηκε με την πράσινη φανέλα μόλις συμπλήρωσε τα 16 χρόνια του και αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παίκτες της επίθεσης του Τριφυλλιού μέχρι το 1947. Δυστυχώς, η εμπόλεμη περίοδος περιόρισε τις εμφανίσεις του μόλις σε 94 (Πρωτάθλημα Αθήνας, Ελλάδας και Κύπελλο), όπου σημείωσε 35 τέρματα, ήταν όμως αρκετές για να τον κατατάξουν ανάμεσα στους κορυφαίους επιθετικούς της προπολεμικής περιόδου.
Ο «βενιαμίν» του προπολεμικού Παναθηναϊκού, ο Σπύρος Δεστούνης, ήταν ο πιο άτυχος όλων. Γεννημένος στις 3 Οκτωβρίου 1920, εμφανίστηκε με την πράσινη φανέλα μόλις 19 ετών, το 1939, αλλά η καριέρα του διακόπηκε απότομα μόλις δύο χρόνια αργότερα λόγω του πολέμου. Σπουδαίο ταλέντο και άξιος διάδοχος του μεγάλου Αντώνη Μηγιάκη, πήρε μέρος σε 17 μόλις αγώνες Πρωταθλήματος Ελλάδας με εξαιρετική απόδοση και πέτυχε 7 γκολ, για να επανέλθει μετά την Απελευθέρωση και να αγωνιστεί μέχρι το 1947 στην αγαπημένη του ομάδα. Όμως οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες της Κατοχής τον ανάγκασαν να σταματήσει το ποδόσφαιρο πριν συμπληρώσει τα 30 χρόνια της ηλικίας του.
Η ερασιτεχνική περίοδος
Στη διάρκεια της ερασιτεχνικής περιόδου (1945-1960) διακρίθηκαν 9 παίκτες που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του Τριφυλλιού. Σχεδόν όλοι όμως αγωνίστηκαν σε ένα διάστημα που το Πρωτάθλημα Ελλάδας διεξαγόταν συνήθως μόνο μεταξύ των πρωταθλητών (ή των δύο πρώτων της βαθμολογίας) στις τρεις μεγάλες πόλεις της χώρας, με αποτέλεσμα να έχουν πολύ μικρό αριθμό συμμετοχών και γκολ. Μόνο εκείνοι που συνέχισαν την καριέρα τους και στα πρώτα χρόνια της Εθνικής Κατηγορίας (Πανάκης, Θεοφάνης και Παπαεμμανουήλ) κατάφεραν να φτάσουν σε ικανοποιητικούς αριθμούς. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι όλοι υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες και πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στον μεγάλο αθηναϊκό σύλλογο.
Η αρχή έγινε με τρεις παίκτες που ξεκίνησαν ταυτοχρόνως την καριέρα τους στον Παναθηναϊκό. Οι δύο μάλιστα (Σίμος και Νικολόπουλος) τερμάτισαν μαζί την ποδοσφαιρική σταδιοδρομία τους, ενώ ο τρίτος (Πετσανάς) έπαιξε έναν χρόνο περισσότερο.
Ο Νίκος Σίμος γεννήθηκε το 1922 και πρωτοφόρεσε την πράσινη φανέλα σε ηλικία 23 ετών, το 1945, λίγο μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τη γερμανοϊταλική κατοχή. Έξυπνος και ταχύς κυνηγός, διέθετε φοβερό σουτ που ανάγκαζε τους αντίπαλους τερματοφύλακες να… κάνουν τον σταυρό τους μόλις τον έβλεπαν να σηκώνει το πόδι του. Στα επτά χρόνια που αγωνίστηκε (1945-51) πήρε μέρος σε 88 αγώνες συνολικά (Πρωτάθλημα Αθήνας, Ελλάδας και Κύπελλο) πετυχαίνοντας 43 γκολ, δηλαδή ένα ανά δύο ματς. Ο Σίμος θύμιζε στους παλιούς φιλάθλους τους μεγάλους κανονιέρηδες της προπολεμικής εποχής και ξεσήκωνε θύελλα ενθουσιασμού κάθε φορά που «τρυπούσε» τα αντίπαλα δίχτυα με τους άπιαστους κεραυνούς του. Αναδείχτηκε μία φορά πρωταθλητής και μία κυπελλούχος Ελλάδας.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τον έτερο Διόσκουρο, τον Βαγγέλη Νικολόπουλο. Έναν χρόνο μεγαλύτερος από τον Σίμο (γεννήθηκε το 1921) άρχισε μαζί του την καριέρα του στον Παναθηναϊκό σε ηλικία 24 ετών και σταμάτησε να αγωνίζεται το 1951. Στο διάστημα αυτό, ο συμπαθής «αράπης» των πράσινων φιλάθλων πήρε μέρος σε 77 αγώνες (Πρωτάθλημα Αθήνας, Ελλάδας, Κύπελλο και εθνική ομάδα) σημειώνοντας 20 τέρματα. Δυναμικός και ορμητικός επιθετικός αποτέλεσε το βαρύ πυροβολικό της πράσινης επίθεσης και πρόσφερε αμέτρητες νίκες στον σύλλογό του χάρη στη θαυμάσια συνεργασία που είχε με τον Σίμο, τον Πετσανά και τον Φυλακτό.
Ο Γιάννης Πετσανάς συμπλήρωνε με ιδανικό τρόπο το τρίο που… τρομοκρατούσε τους αντίπαλους αμυντικούς (Πετσανάς, Νικολόπουλος, Σίμος). Γεννημένος και αυτός το 1921 πρωτοφόρεσε την ένδοξη πράσινη φανέλα το 1945 και την τίμησε με το παραπάνω. Ευέλικτος, ευφυής και εξαιρετικά αποτελεσματικός κυνηγός μετείχε σε 54 αγώνες μεταξύ 1945 και 1951, στους οποίους πέτυχε 41 γκολ. Είχε δηλαδή εξαιρετικά ποσοστά. Δυστυχώς ο πόλεμος, η Κατοχή και ο εμφύλιος περιόρισαν τη συμμετοχή του στα επίσημα παιχνίδια της χώρας (πήρε μέρος μόλις σε έναν αγώνα Πρωταθλήματος Ελλάδας!), γεγονός που δεν τον άφησε να καταταγεί ανάμεσα στους κορυφαίους πράσινους παίκτες τόσο σε συμμετοχές όσο και, κυρίως, σε γκολ.
Λίγο μετά τους τρεις… σωματοφύλακες εμφανίστηκε στον Παναθηναϊκό ένας ακόμα δυναμικός κυνηγός. Ο Μπάμπης Φυλακτός, γεννημένος το 1926, αγωνιζόταν συνήθως σε θέση αριστερού επιθετικού και… ταλαιπωρούσε αφάνταστα τους αντιπάλους του. Είχε γίνει γνωστό μεταξύ των φιλάθλων ότι πολλές φορές ο ασυγκράτητος αυτός κυνηγός έλεγε στους συμπαίκτες του να του δώσουν μια καλή μπαλιά γιατί «τώρα θα πετύχω γκολ». Και το πετύχαινε! Ο Φυλακτός έπαιξε στο Τριφύλλι σε δύσκολες εποχές (1948-1954), αλλά παρά ταύτα έκανε 84 εμφανίσεις σε Πρωτάθλημα Αθήνας, Ελλάδας, Κύπελλο και εθνική ομάδα, πετυχαίνοντας συνολικά 22 γκολ.
Λίγο πιο πριν (1951) είχε φορέσει την πράσινη φανέλα ένας νεαρός από τη Σαφράμπολη, ο οποίος περίμενε υπομονετικά να… αδειάσει κάποια θέση στην επίθεση του Τριφυλλιού. Και όταν εγκατέλειψαν οι τέσσερις προηγούμενοι, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ήταν ο Βαγγέλης Πανάκης, ένα πραγματικό θωρηκτό που γέμιζε με την παρουσία του ολόκληρο το γήπεδο. Δυναμικός, ταχύς, θαυμάσιος κεφαλοσφαιριστής, αμφιδέξιος σουτέρ και πάνω από όλα εξαιρετικός χαρακτήρας, ο δημοφιλής «μπουλντόζας» του Παναθηναϊκού αγωνίστηκε μέχρι το 1965 και πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στον σύλλογό του. Κέρδισε αμέτρητους τίτλους και διακρίσεις, αναδείχτηκε πολλές φορές πρώτος σκόρερ, υπήρξε ρέκορντμαν του Πράσινου Αυτοκράτορα τόσο σε συμμετοχές (314) όσο και σε γκολ (167), ενώ υπήρξε πρωταγωνιστής του αήττητου πρωταθλήματος και της μεγάλης ομάδας της δεκαετίας του 1960. Ήταν άξιος διάδοχος του Μεσσάρη, του Μπαλτάση, του Μηγιάκη, του Τσολίνα, του Σίμου και των άλλων σπουδαίων επιθετικών του Τριφυλλιού.
Σχεδόν ταυτοχρόνως με τον Πανάκη φόρεσε την πράσινη φανέλα ένας ακόμα σημαντικός επιθετικός παίκτης. Ήταν ο αξέχαστος Λάκης Πετρόπουλος, ένας τεχνίτης ποδοσφαιριστής που ταίριαξε πλήρως με τον Πανάκη και αποτέλεσε μαζί του ένα αλληλοσυμπληρούμενο δίδυμο που έκανε «πράματα και θάματα» μέσα στο γήπεδο. Γεννημένος το 1932, ο Πετρόπουλος αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό από το 1952 μέχρι το 1959, πήρε μέρος σε 137 αγώνες και πέτυχε 36 γκολ. Τα τεχνικά προσόντα που διέθετε του επέτρεπαν να παίζει σε όλες τις θέσεις της επίθεσης του Τριφυλλιού και να διακρίνεται πάντα. Όταν εγκατέλειψε την αγωνιστική δράση υπήρξε προπονητής του Παναθηναϊκού, της εθνικής ομάδας και αρκετών μικρότερων συλλόγων της χώρας.
Καθώς πλησίαζε το τέλος της καριέρας του Πετρόπουλου, ο Πανάκης βρήκε δύο άλλους παρτενέρ στην πράσινη επίθεση. Ο πρώτος ήταν ο Λάκης (Μιχάλης) Σοφιανός, γνωστός με το προσωνύμιο «πανούργος» επειδή κατάφερνε με την ποδοσφαιρική ευφυΐα του να… εξαπατά αμυντικούς και τερματοφύλακες και να πετυχαίνει γκολ που άλλοι ούτε να φανταστούν δεν μπορούσαν. Αγωνίστηκε από το 1954 μέχρι το 1958, δηλαδή μόλις τέσσερα χρόνια, πρόλαβε όμως να πάρει μέρος σε 90 αγώνες και να σημειώσει 49 γκολ με τα απίθανα φαλτσαριστά σουτ που εξαπέλυε. Δυστυχώς ο χαρακτήρας του, ασύμβατος με τις επιδιώξεις και τη φιλοσοφία του Παναθηναϊκού, τον έστειλαν νεότατο σε άλλες ομάδες της χώρας. Ήταν πραγματικά κρίμα, γιατί με διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να περιληφθεί στους κορυφαίους σκόρερ του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο επόμενος επιθετικός που μπόρεσε να σταθεί με επιτυχία δίπλα στον Βαγγέλη Πανάκη ήταν ο Δημήτρης Θεοφάνης, ο πασίγνωστος «Λώρης» των πράσινων φιλάθλων, ένας εξαιρετικός τεχνίτης που φρόντιζε περισσότερο να μοιράζει ασίστ στους συμπαίκτες του παρά να σκοράρει. Μια μόλις εβδομάδα μεγαλύτερος σε ηλικία από τον «μπουλντόζα» (είχε γεννηθεί στις 31 Μαϊου 1933) πήρε μέρος σε 237 αγώνες του πράσινου αυτοκράτορα και πέτυχε 43 γκολ. Αέρινος επιθετικός, ενθουσίαζε τους φιλάθλους με το φαντεζί παιχνίδι του και προκαλούσε τα χειροκροτήματα με τις εντυπωσιακές ενέργειές του. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα του ελληνικού αθλητισμού μια ολόκληρη δεκαετία (1956-1965).
Τους μεγάλους επιθετικούς της ερασιτεχνικής περιόδου συμπληρώνει ο Ανδρέας Παπαεμμανουήλ. Αν και αγωνίστηκε κυρίως στη διάρκεια της Εθνικής Κατηγορίας, η καριέρα του άρχισε το 1958 και μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο. Με τις πρώτες εμφανίσεις του οι πράσινοι φίλαθλοι είδαν στο πρόσωπό του τους αξέχαστους κανονιέρηδες του παρελθόντος -και ο δημοφιλέστατος «κούνελος» δεν διέψευσε τις προσδοκίες τους. Τα τρομερά πόδια του πανικόβαλλαν τους αντιπάλους τερματοφύλακες (δεν ήταν λίγες οι φορές που λύγιζε δάχτυλα με τις βολίδες του) και τα γκολ έρχονταν βροχηδόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεγάλος «Παπακανόνης» κυριολεκτικά δεν… καταδεχόταν να μπει στην αντίπαλη περιοχή, αλλά εξαπέλυε τους μύδρους του από μεγάλες αποστάσεις. Έπαιξε 303 φορές με την πράσινη φανέλα και πέτυχε 117 γκολ μεταξύ 1958-1968, περνώντας έτσι στο πάνθεον των κορυφαίων επιθετικών του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η Εθνική Κατηγορία
Με την εφαρμογή του θεσμού της Εθνικής Κατηγορίας ο Παναθηναϊκός απέκτησε πολλούς νέους ικανούς επιθετικούς ποδοσφαιριστές, από τους οποίους ξεχωρίζουμε οκτώ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι πρώτοι τρεις ξένοι στην ιστορία του κορυφαίου ελληνικού συλλόγου. Όλοι αυτοί αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της μεγάλης ομάδας του Τριφυλλιού στη δεκαετία του 1960, κάτι που οδήγησε στην ανεπανάληπτη εποποιία του Γουέμπλεϊ.
Πρώτος έκανε την εμφάνισή του το 1961 ο Γιάννης Χολέβας. Ο μικρόσωμος αλλά εξαιρετικός διεμβολιστής ήρθε στον Παναθηναϊκό από τον Απόλλωνα σε ηλικία 25 ετών (είχε γεννηθεί την 1η Ιανουαρίου 1936) και αγωνίστηκε μόλις τρία χρόνια με την πράσινη φανέλα, πρόλαβε όμως να γράψει το όνομά του στον πίνακα των κορυφαίων επιθετικών του συλλόγου. Στην τριετία αυτή πήρε μέρος σε 31 αγώνες (Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ελλάδας, εθνική ομάδα και ευρωπαϊκά παιχνίδια), όπου σημείωσε 16 γκολ. Ήταν μέλος της αξέχαστης ενδεκάδας που κέρδισε το μοναδικό αήττητο πρωτάθλημα στην ιστορία της Εθνικής Κατηγορίας.
Μαζί με τον Γιάννη Χολέβα εντάχθηκε στη δύναμη του ιστορικού συλλόγου μας ένας ακόμα διεμβολιστής, ο Στέλιος Παναγιωτίδης, βασικό στέλεχος της τότε πανίσχυρης Ελευθερούπολης. Γεννημένος στις 31 Αυγούστου 1939 και άξιος αντικαταστάτης του Χολέβα, που τερμάτισε πολύ σύντομα την καριέρα του, ο Παναγιωτίδης κράτησε με απόλυτη επιτυχία τη θέση του δεξιού ακραίου επί οκτώ χρόνια και πήρε μέρος σε 118 συνολικά αγώνες του Τριφυλλιού πετυχαίνοντας 28 γκολ. Συνδυαζόταν περίφημα με τον Καμάρα, τον οποίο «βοήθησε» να πετύχει αρκετά γκολ, αν και ο «πολέμαρχος» ήταν αμυντικός παίκτης. Μετείχε στην ομάδα του αήττητου πρωταθλήματος και της Ανανέωσης, σταμάτησε όμως να αγωνίζεται πριν από το Γουέμπλεϊ.
Ο επόμενος σπουδαίος επιθετικός φόρεσε την πράσινη φανέλα μετά από πέντε χρόνια, το 1966. Ήταν ένας νεαρός μόλις 18 ετών από τη Μυτιλήνη, ο Χάρης Γραμμός, που αμέσως έγινε η μεγάλη συμπάθεια των φιλάθλων του Τριφυλλιού. Ο Γραμμός, διάδοχος του Χολέβα και του Παναγιωτίδη, αγωνιζόταν στο δεξιό άκρο της επίθεσης και με το περίτεχνο παιχνίδι του ξεσήκωνε την εξέδρα που τον έβλεπε να ζαλίζει τους προσωπικούς αντιπάλους του. Μέλος της θρυλικής ομάδας της Ανανέωσης που έγραψε το τεράστιο έπος του Γουέμπλεϊ, πήρε μέρος συνολικά σε 269 αγώνες του Παναθηναϊκού και πέτυχε 56 γκολ σε εξαιρετική συνεργασία με τον Αντωνιάδη, τον Βερόν και τον Ντεμέλο, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στον πράσινο αυτοκράτορα.
Το 1968 έκανε την εμφάνισή του ένας μεγάλος σκόρερ που θύμισε στους παλιούς φιλάθλους τον Μεσσάρη, τον Μηγιάκη, τον Μπαλτάση και τον Πανάκη. Ήταν ένας πανύψηλος επιθετικός από τη Θράκη, ο Αντώνης Αντωνιάδης, που κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους επί 14 χρόνια τρομοκρατώντας όλους τους αντίπαλους τερματοφύλακες. Γεννημένος στις 23 Μαρτίου 1946, διέθετε φοβερό σουτ με τα δύο πόδια, εξαιρετική κεφαλιά και απίστευτη δύναμη. Ο δημοφιλής «ψηλός» είχε άψογη συνεργασία με τον «στρατηγό» Μίμη Δομάζο και κατάφερε να γίνει πρώτος σκόρερ όλων των εποχών του Παναθηναϊκού με τα 285 γκολ που πέτυχε συνολικά σε 306 αγώνες, ένα ρεκόρ που καταρρίφθηκε τελικά από τον άλλο μεγάλο σκόρερ του Τριφυλλιού, τον Κριστόφ Βαζέχα. Ο Αντωνιάδης υπήρξε επίσης πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη το 1971 με 10 γκολ, κέρδισε σωρεία τίτλων και ήταν πρωταγωνιστής στην πράσινη πορεία του 1971, η οποία είχε κορωνίδα το έπος του Γουέμπλεϊ.
Ταυτοχρόνως με τον Αντωνιάδη εμφανίστηκε ο Τάκης Παπαδημητρίου. Γεννημένος στις 18 Μαΐου 1949 δεν ενθουσίαζε με το «καλούπι» του, είχε όμως μέσα του μια τεράστια ψυχή που συγκινούσε τους φιλάθλους. Έμπαινε πάντα στη φωτιά, δεν δίσταζε να κοντράρεται με σκληρότατους αμυντικούς, πετύχαινε παλικαρίσια γκολ και, «τρώγοντας» πολλές φορές ξύλο από τους αντιπάλους που απασχολούσε, έδινε την ευκαιρία στον Αντωνιάδη, στον Γονιό, στον Γραμμό και στον Βερόν να πετυχαίνουν εκείνοι τα γκολ της πράσινης μηχανής. Αγωνίστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια στον Παναθηναϊκό (1968-1978) με απίστευτη αυταπάρνηση και πήρε μέρος σε 193 ματς, όπου σημείωσε 67 τέρματα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1972, φόρεσαν την πράσινη φανέλα οι δύο πρώτοι ξένοι του Τριφυλλιού. Ο Χουάν Ραμόν Βερόν ήταν καθαρόαιμος αριστερός ακραίος επιθετικός, ενώ ο Αρακέν Ντεμέλο έπαιζε λίγο πιο πίσω, σαν προωθημένος μέσος. Ο Βερόν ήρθε στην Ελλάδα 28 ετών, ο Ντεμέλο 26 και αμφότεροι αγωνίστηκαν στον αρχαιότερο ελληνικό ποδοσφαιρικό σύλλογο μόλις τρία χρόνια, αφήνοντας πάντως εξαιρετικές εντυπώσεις. Γοήτευσαν τους φιλάθλους με τη θαυμάσια τεχνική τους κατάρτιση και με τα γκολ που σημείωναν με τους πιο απίθανους τρόπους. Ο Αργεντινός Βερόν πήρε μέρος σε 70 συνολικά αγώνες του Παναθηναϊκού και πέτυχε 26 γκολ, ενώ ο Βραζιλιάνος Ντεμέλο μετείχε σε 46 ματς με παραγωγή 23 τερμάτων. Παρά το μικρό χρονικό διάστημα της παρουσίας τους, έβαλαν τη δική τους σφραγίδα σε μια εποχή που η δικτατορία δημιουργούσε συνεχώς εμπόδια στις προσπάθειες του Πράσινου Αυτοκράτορα.
Ο επόμενος σπουδαίος ξένος επιθετικός, ο Αργεντινός Όσκαρ Αλβαρέζ που γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1948, ήρθε στον Παναθηναϊκό το 1976. «Βαρύ» σέντερ φορ με μεγάλο εκτόπισμα, αλλά με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και αποτελεσματικότητα, αποκτήθηκε από τον ΠΑΣ Γιάννινα και κράτησε επάξια μια θέση δίπλα στον Αντωνιάδη και στον Παπαδημητρίου μέχρι το 1980. Δεινός σκόρερ και ακατάβλητος μαχητής, θύμιζε στους φιλάθλους τον αξεπέραστο Πανάκη στις επικές μάχες που έδινε με τους αντιπάλους αμυντικούς. Πήρε μέρος σε 137 αγώνες στο Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο και στην Ευρώπη, πετυχαίνοντας συνολικά 65 γκολ και αφήνοντας πίσω του ευχάριστες αναμνήσεις για τη μαχητικότητα και το πάθος που έδειχνε σε όλους τους αγώνες του Τριφυλλιού.
Η επαγγελματική περίοδος
Με την έναρξη της επαγγελματικής περιόδου του ποδοσφαίρου μας ήρθε στον Παναθηναϊκό σωρεία παικτών, από τους οποίους ορισμένοι έκαναν λαμπρή καριέρα και άφησαν σπουδαίο όνομα στην ιστορία τόσο του Τριφυλλιού όσο και του ελληνικού ποδοσφαίρου γενικότερα. Από αυτούς ξεχωρίσαμε οκτώ, τους οποίους θεωρούμε κορυφαίους επιθετικούς του πράσινου αυτοκράτορα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Οι δύο πρώτοι ήταν ο Ηλίας (Μάικ) Γαλάκος και ο Δραμινός Γρηγόρης Χαραλαμπίδης, που έθεσαν τις βάσεις για τον μεγάλο Παναθηναϊκό της δεκαετίας του 1980.
Ο Γαλάκος άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στη Γερμανία, όπου τον εντόπισε ο Παναθηναϊκός και προσπάθησε να τον φέρει στη Λεωφόρο. Όμως η χουντική κυβέρνηση έβαλε και πάλι τα γνωστά εμπόδια και τελικά ο παίκτης βρέθηκε αργότερα στον Πειραιά. Ωστόσο, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Έστω και σε ηλικία σχεδόν 30 ετών (είχε γεννηθεί στις 23 Νοεμβρίου 1951) ο Γαλάκος φόρεσε την πράσινη φανέλα, την οποία τίμησε επί τέσσερα χρόνια με τον καλύτερο τρόπο. Δυνατός, αποτελεσματικός και με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση, πήρε μέρος σε 91 αγώνες όπου σημείωσε 16 γκολ. Ήταν ένα από τα θεμέλια της σπουδαίας ομάδας που γοήτευσε την Ελλάδα και την Ευρώπη στη δεκαετία του 1980.
Μαζί με τον Γαλάκο ήρθε στον Παναθηναϊκό ένας υψηλόσωμος σέντερ φορ από τη Δράμα, ο Γρηγόρης Χαραλαμπίδης, που διακρινόταν τόσο για τα ισχυρά σουτ όσο και για τις τρομερές κεφαλιές του. Ο δεύτερος «ψηλός» μετά τον Αντωνιάδη γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1958 και εντάχθηκε στο δυναμικό του Τριφυλλιού αρκετά μικρός, σε ηλικία 23 ετών. Αγωνίστηκε δίπλα στον Γαλάκο, τον Θανάση Δημόπουλο και τον Σαραβάκο με εξαιρετική επιτυχία και συνέβαλε σημαντικά στις μεγάλες επιτυχίες του Παναθηναϊκού εκείνης της εποχής. Πήρε μέρος σε 148 αγώνες συνολικά και πέτυχε 110 γκολ στο Πρωτάθλημα Ελλάδας, στο Κύπελλο και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Έναν χρόνο αργότερα φόρεσε την ένδοξη φανέλα με το Τριφύλλι ένας άγνωστος νεαρός από την Ηλεία, που όμως έμελλε να γίνει άξιος διάδοχος των μεγάλων γκολτζήδων του παρελθόντος και να κερδίσει σημαντικές διακρίσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην Ευρώπη. Ήταν ο Θανάσης Δημόπουλος, μικρότερος αδελφός του Χρήστου, που και αυτός έγινε αργότερα βασικό στέλεχος της πράσινης ενδεκάδας. Ο Θανάσης γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1963, αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό από το 1982 μέχρι το 1988 και υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της αρμάδας του Γκμοχ, που ήταν μια από τις καλύτερες ενδεκάδες στην πράσινη ιστορία. Πήρε μέρος σε 143 παιχνίδια και πέτυχε 45 γκολ.
Το 1984 ήρθε στον πράσινο αυτοκράτορα ο Δημήτρης Σαραβάκος, ο άνθρωπος που αποτέλεσε το φόβητρο όλων των Ελλήνων τερματοφυλάκων και έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Γιος του επίσης σπουδαίου ποδοσφαιριστή Θανάση Σαραβάκου, γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1961, μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό από τον Πανιώνιο και έγινε αμέσως ηγέτης της πράσινης επίθεσης. Ταχύτατος, πανέξυπνος γκολτζής, άριστος γνώστης της ποδοσφαιρικής τεχνικής, αγωνίστηκε 15 χρόνια στο Τριφύλλι (με ένα μικρό διάλειμμα), κέρδισε σωρεία τίτλων και διακρίσεων εντός και εκτός Ελλάδας, αναδείχτηκε επανειλημμένως πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και αποτέλεσε ένα φοβερό επιθετικό δίδυμο με τον άλλο μεγάλο σκόρερ, τον Ελληνοπολωνό Κριστόφ Βαζέχα. Πήρε μέρος σε 433 συνολικά αγώνες και πέτυχε 260 γκολ. Είναι, αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς παίκτες όχι μόνο του Τριφυλλιού, αλλά και το ελληνικού ποδοσφαίρου γενικότερα.
Ο επόμενος χρόνος σημαδεύτηκε από την παρουσία του Χρήστου Δημόπουλου. Ο περίφημος «φονιάς», αδελφός του Θανάση που αγωνιζόταν στον Παναθηναϊκό από το 1982, γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1958 και ήταν βασικό στέλεχος του ΠΑΟΚ, από όπου ήρθε στο Τριφύλλι το καλοκαίρι του 1985 σε ηλικία 27 ετών. Τεχνίτης, δυνατός και διορατικός, προκαλούσε τον φόβο όλων των τερματοφυλάκων με το τρομερό αριστερό του πόδι. Σε εξαιρετική συνεργασία με τον αδελφό του, με τον Σαραβάκο, με τον Μαυρίδη και με τον Βαζέχα πρόσφερε μεγάλες διακρίσεις στον πράσινο αυτοκράτορα εντός και εκτός της Ελλάδας, αν και φόρεσε την πράσινη φανέλα μόνο πέντε χρόνια (1985-90). Σε αυτό το, μικρό σχετικά, διάστημα πήρε μέρος σε 169 αγώνες και πέτυχε 59 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις που αγωνίστηκε.
Το 1989 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του Παναθηναϊκού, αφού τότε πρωτοφόρεσε την πράσινη φανέλα ο Πολωνός Κριστόφ Βαζέχα, ο μεγαλύτερος σκόρερ του συλλόγου και δεύτερος στο πανελλήνιο πρωτάθλημα όλων των εποχών. Ο κοσμαγάπητος Βαζέχα, αποδεκτός από όλους τους Έλληνες φιλάθλους λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα του, υπήρξε ένας τρομερός σκόρερ που θύμιζε τα μεγάλα κανόνια του παρελθόντος και πετύχαινε γκολ με κάθε δυνατό τρόπο. Μεταξύ των κατορθωμάτων του είναι η κατάρριψη του ρεκόρ του μεγάλου Αντώνη Αντωνιάδη, σημειώνοντας 246 τέρματα (και όχι 244 όπως αναφέρουν πολλοί εσφαλμένως), ενώ έχει επίσης στο ενεργητικό του αμέτρητα χατ-τρικ, καρέ και πενταρέ! Και να σκεφτεί κανείς ότι ο φοβερός αυτός σκόρερ έμεινε εκτός γηπέδων επί έξι ολόκληρους μήνες λόγω τραυματισμού. Πήρε μέρος σε 557 αγώνες συνολικά και πέτυχε 295 γκολ, τα οποία έδωσαν στον πράσινο γίγαντα σωρεία τίτλων και διακρίσεων. Ποιος μπορεί, άλλωστε, να ξεχάσει το θρυλικό γκολ επί του Άγιαξ; Για την ιστορία, σημειώνουμε ότι στο πρωτάθλημα Πολωνίας, ο «Χρήστος» είχε πετύχει άλλα 66 τέρματα.
Ακολούθησαν οι τρεις καλύτεροι παρτενέρ του Βαζέχα μετά τον μεγάλο «μικρό» Δημήτρη Σαραβάκο, με τους οποίους ολοκληρώνεται η αναφορά μας στους σημαντικούς σκόρερ του Τριφυλλιού. Ήταν ο Γιώργος Χ. Γεωργιάδης, ο Γιώργος Δώνης και ο Εμάνουελ Ολισαντέμπε.
Ο Γεωργιάδης γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1972 και αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό έξι χρόνια, από το 1992 μέχρι το 1998. Λεπτός, ταχύς και τεχνίτης παίκτης, διέθετε εξαιρετική αντίληψη του γκολ και κατάφερνε να πετυχαίνει τέρματα εκεί που δεν το περίμενε κανένας. Συνεργαζόταν θαυμάσια με τον Σαραβάκο, τον Βαζέχα και τον Δώνη, μαζί με τους οποίους κέρδισε πολλούς τίτλους στην Ελλάδα και μεγάλες διακρίσεις στην Ευρώπη. Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού πήρε μέρος σε 264 αγώνες στο Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο, στην Ευρώπη και στην εθνική ομάδα, όπου πέτυχε συνολικά 88 τέρματα συμβάλλοντας στην εδραίωση του μεγάλου ονόματος του Παναθηναϊκού τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό.
Ένα ακόμα σπουδαίο μέλος της εκπληκτικής πράσινης ομάδας στη δεκαετία του 1990 ήταν ο Γιώργος Δώνης, ένας δυνατός και αποτελεσματικός σκόρερ που θύμιζε τον αείμνηστο Αντώνη Μηγιάκη με τις επελάσεις του από το δεξί άκρο της επίθεσης του Παναθηναϊκού. Άλλωστε και οι δύο είχαν το ίδιο περίπου προσωνύμιο («σιδηρόδρομος» ο ένας, «τρένο» ο άλλος). Ο Δώνης έπαιξε στον Παναθηναϊκό από το 1991 μέχρι το 1996, δηλαδή στη μεγάλη ομάδα της δεκαετίας του 1990 και υπήρξε συμπαίκτης του Σαραβάκου, του Γεωργιάδη και του Βαζέχα, η συνεργασία του με τον οποίο απέφερε το αξέχαστο 1-0 επί του τρομερού Άγιαξ εκείνης της εποχής. Είχε συνολικά 230 παρουσίες με την πράσινη φανέλα σε Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ελλάδας, στην εθνική ομάδα και στην Ευρώπη, πετυχαίνοντας 57 γκολ.
Η εποχή της Παράγκας
Μετά το 1997, οπότε άρχισε η εποχή της διαβόητης Παράγκας, στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκαν μόλις έξι σημαντικοί επιθετικοί παίκτες: Ε. Ολισαντέμπε, Δ. Παπαδόπουλος, Μ. Κωνσταντίνου, Γκ. Βλάοβιτς, Δ. Σαλπιγγίδης και Τζ. Σισέ.
Ο Εμάνουελ Ολισαντέμπε ήταν ο «μαύρος Θεός» του Παναθηναϊκού, ο αγαπημένος Μανώλης της πράσινης εξέδρας. Τεχνίτης, ντριμπλέρ, εξαιρετικός σκόρερ, ταχύτατος και μεγάλος μαχητής, έδωσε στο τριφύλλι κυριολεκτικά ένα νταμπλ που κερδήθηκε με ιδρώτα και αίμα από αντιπάλους που μάχονταν λυσσασμένα για να μην αφήσουν τον Παναθηναϊκό να πάρει τον τίτλο. Δυστυχώς, το μαύρο αυτό διαμάντι τραυματίστηκε σοβαρά και έκτοτε δεν κατάφερε να ξαναβρεί τη σπουδαία φόρμα του, με αποτέλεσμα να συνεχίσει την καριέρα του στο εξωτερικό. Αγωνίστηκε έξι χρόνια στο Τριφύλλι (2000-06) και πήρε μέρος σε 110 παιχνίδια στο Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, όπου σημείωσε συνολικά 35 τέρματα.
Το 2000 εμφανίστηκε στον Παναθηναϊκό ο Κροάτης Γκόραν Βλάοβιτς και το 2001 ο Κύπριος Μιχάλης Κωνσταντίνου. Ο πρώτος ήταν ένας ταχύς και «αέρινος» επιθετικός, που φόρεσε την πράσινη φανέλα μόλις τέσσερα χρόνια (μέχρι το 2004), κέρδισε όμως ένα νταμπλ κατά την τελευταία του σεζόν στον Πράσινο Αυτοκράτορα. Πήρε μέρος σε 118 συνολικά αγώνες σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και ευρωπαϊκές διοργανώσεις πετυχαίνοντας 40 γκολ.
Ο Κωνσταντίνου, ένας «βαρύς» κεντρικός επιθετικός, άρχισε πολύ καλά την καριέρα του στον Παναθηναϊκό το 2001 και είχε καθοριστική συμβολή στην κατάκτηση του νταμπλ το 2004. Συνεργάστηκε αρχικά με τον Βλάοβιτς και στη συνέχεια τον Δ. Παπαδόπουλο, δημιουργώντας μια επικίνδυνη δυάδα για όλους τους τερματοφύλακες εντός και εκτός Ελλάδας. Δυστυχώς, το 2005 δελεάστηκε από το χρήμα και έφυγε για «άλλες πολιτείες», όπου τερμάτισε άδοξα την καριέρα του. Πήρε μέρος σε 150 αγώνες σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και ευρωπαϊκά παιχνίδια, σημειώνοντας συνολικά 49 τέρματα.
Το 2003 εμφανίστηκε ένας νέος ικανότατος σκόρερ, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, που έδωσε σημαντικές νίκες στο Τριφύλλι με τα γκολ που πετύχαινε. Σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνου «εκτέλεσαν» τον Ολυμπιακό στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας το 2004 και έδωσαν στον Παναθηναϊκό το νταμπλ εκείνης της σεζόν. Έπαιξε με την πράσινη φανέλα μέχρι το 2008 παίρνοντας μέρος σε 173 ματς Πρωταθλήματος, Κυπέλλου και ευρωπαϊκών διοργανώσεων, όπου πέτυχε συνολικά 65 γκολ.
Έναν χρόνο μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου ήρθε το 2006 στον Πράσινο Αυτοκράτορα ένας μικρόσωμος, αλλά πολύ γρήγορος και ευέλικτος επιθετικός, ο σπουδαίος σκόρερ Δημήτρης Σαλπιγγίδης. Φιλότιμος, μαχητικός και αποτελεσματικός, βρισκόταν πάντα μέσα στις φάσεις και πετύχαινε σημαντικά γκολ για τον Παναθηναϊκό. Αγωνίστηκε σε 163 παιχνίδια στο Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, πετυχαίνοντας συνολικά 61 γκολ και υπήρξε βασικός συντελεστής της κατάκτησης του πράσινου νταμπλ το 2010.
Τελευταίος μέχρι σήμερα μεγάλος σκόρερ με το τριφύλλι στο στήθος ήταν ο Γάλλος Τζιμπρίλ Σισέ. Ήρθε στον Παναθηναϊκό το 2009 σε άσχημη φόρμα λόγω σοβαρού τραυματισμού του, αμέσως όμως κέρδισε επάξια μια θέση στην πράσινη επίθεση αφού άρχισε πολύ γρήγορα να εκτελεί τις αντίπαλες ομάδες προσφέροντας σωρεία νικών στον ένδοξο σύλλογο της πρωτεύουσας. Κέρδισε το νταμπλ της περιόδου 2009-10, αλλά το επόμενο χρόνο εγκατέλειψε την Ελλάδα αηδιασμένος από τα κατορθώματα της Παράγκας. Πήρε μέρος μόλις σε 72 παιχνίδια σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και ευρωπαϊκούς αγώνες, πετυχαίνοντας συνολικά 47 γκολ, αποτελώντας τον βασικό συντελεστή της κατάκτησης του νταμπλ το 2010.
Αυτοί είναι οι, κατά τη γνώμη μας, σπουδαιότεροι επιθετικοί του Παναθηναϊκού μας, παίκτες τους οποίους πρέπει να θυμόμαστε πάντα γιατί συνέβαλαν αποφασιστικά στην κατάκτηση σωρείας τίτλων και στην εδραίωση του πράσινου συλλόγου σαν κορυφαίου στην Ελλάδα και σεβαστού στην Ευρώπη.
Ο Ιστορικός